ρουφιάνος

ρουφιάνος
ο
θηλ. (λ. ιταλ.), προαγωγός, μαστροπός, σπιούνος, καταδότης: Ένας ρουφιάνος από την ομάδα τους τους κατέδωσε στους Γερμανούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρουφιάνος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Σεπτεμβρίου. * * * ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν 1. μαστροπός, προαγωγός 2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος 3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του… …   Dictionary of Greek

  • ρουφιανεύω — Ν 1. ενεργώ ως ρουφιάνος, ως μεσολαβητής ή προαγωγός σε ερωτικές υποθέσεις 2. κάνω ρουφιανιές, διαβάλλω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφιάνος (πρβλ. ιταλ. ruffianare)] …   Dictionary of Greek

  • μαστροπός — ο και η (Α μαστροπός) αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῡ γυναικός», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που γοητεύει,… …   Dictionary of Greek

  • μπεζεβέγκης — και μπεζεβένης και πεζεβέγκης, ο, θηλ. ισσα (Μ. μπεζεβέγκης, θηλ. μπεζεβέγκισσα) μαστροπός, ρουφιάνος νεοελ. αχρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pezevenk] …   Dictionary of Greek

  • πληροφοριοδότης — ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν 1. αυτός που δίνει πληροφορίες 2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται 3. καταδότης, ρουφιάνος,… …   Dictionary of Greek

  • ρουφιανιά — η, Ν [ρουφιάνος] 1. η ιδιότητα και οι ενέργειες τού ρουφιάνου, το να ενεργεί κανείς ως προαγωγός, η μαστροπία 2. ψεύτικη κατηγορία, διαβολή, σκευωρία, δολοπλοκία, ραδιουργία, σπιουνιά …   Dictionary of Greek

  • σπιούνος — και σπιγούνος, ο, θηλ. σπιούνα, Ν 1. αυτός που παρακολουθεί τις ενέργειες κάποιου και τόν καταδίδει, καταδότης, χαφιές, ρουφιάνος 2. αυτός που διαβάλλει κάποιον, ραδιούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spione] …   Dictionary of Greek

  • προαγωγός — ο αυτός που παρακινεί σε πορνεία, εκμαυλιστής, μαστροπός, ρουφιάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”